αμούχλιαστος

αμούχλιαστος
-η, -ο
αυτός που δε μούχλιασε: Το ψωμί ήταν μπαγιάτικο, αλλά αμούχλιαστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμούχλιαστος — η, ο [μουχλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει μούχλα, που δεν μούχλιασε 2. αυτός που δεν υπόκειται σε μούχλιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”